αττικός

αττικός
I
Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους.
1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός).
2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109-32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον. Συμμαθητής του Κικέρωνα, σπούδασε στην Αθήνα, όπου κατέφυγε το 87 π.Χ., για να αποφύγει τους ρωμαϊκούς εμφυλίους πολέμους. Ο πλούτος του του επέτρεψε να γίνει συλλέκτης αρχαίων συγγραμμάτων. Ο Κικέρων είχε συχνή αλληλογραφία μαζί του, και του αφιέρωσε δύο βιβλία του, όπως και ο Κορνήλιος Νέπως. Στη διένεξη Πομπηίου και Καίσαρος, ο Α. έδειξε διφορούμενη στάση, το ίδιο και στη σύγκρουση Αντωνίου-Οκταβιανού. Έγραψε τη Βίβλο Χρονική (47 π.Χ.), που αναφερόταν σε άρχοντες Ρωμαίους και γεγονότα έως το 54 π.Χ., το έργο όμως αυτό δεν διασώθηκε. Έγραψε επίσης ένα έργο για την υπατεία του Κικέρωνα. Θεωρείται ο παλαιότερος εκδότης βιβλίων.
3. Μάρκος Ουεστίνος Α. (;-65 μ.Χ.). Ρωμαίος ύπατος που τον σκότωσε o Νέρων, για να του πάρει τη γυναίκα του Στατιλία Μεσσαλίνα και να την κάνει τρίτη σύζυγό του.
4. Τιβέριος Κλαύδιος Ηρώδης Α. ο Μαραθώνιος (2ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος που καταγόταν απο την οικογένεια του Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Ο πατέρας του, Ίππαρχος Α., καταδικάστηκε σε δήμευση της περιουσίας του, επειδή αποπειράθηκε να γίνει τύραννος, αλλά ο γιος βρήκε σε ένα πηγάδι του σπιτιού τους έναν θησαυρό, που τον δήλωσε στον αυτοκράτορα Νέρβα. Ο Νέρβας του άφησε τον θησαυρό και εκείνος ευεργέτησε τους συμπολίτες του, και έγινε στη Ρώμη ύπατος και συγκλητικός. Από την πλούσια Αθηναία Βιβουλία Αλκία Αγριππίνα ο Α. απέκτησε δύο γιους, τον Τιβέριο Κλαύδιο Α. Ηρωδιανό και τον Ηρώδη τον Α.
5. Α. ο Πλατωνικός (2ος αι. μ.Χ.) Φιλόσοφος και θαυμαστής του Πλάτωνα.
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Α., Ευστράτιος, Καρτέριος, Αγάπιος, Μαρίνος, Ωκεανός, Ευστράτιος, Νικοπολιτιανός, Τωβίας και άλλοι ανώνυμοι. Πρόκειται για στρατιώτες οι οποίοι μαρτύρησαν στη φωτιά επί Αικίνιου στη Σεβάστεια. Η μνήμη τους τιμάται στις 2 Νοεμβρίου.
2. Α. και Σισίνιος, οι μάρτυρες. Μαρτύρησαν με ξίφος στη Νικομήδεια επί Λικίνιου. Η μνήμη τους τιμάται στις 26 Αυγούστου.
3. Οικουμενικός πατριάρχης. Βλ. λ. Αττικός (Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης).
III
Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (406-425). Καταγόταν από τη Σεβάστεια της Αρμενίας και στη νεότητά του ασπάστηκε την αίρεση του Μακεδόνιου, την οποία αργότερα αποκήρυξε. Αντίπαλος του πατριάρχη Ιωάννη Χρυσοστόμου, μετά την έκπτωσή του από τον θρόνο και τη σύντομη πατριαρχεία του Αρσακίου (404-5), αναγορεύτηκε πατριάρχης. Σύμφωνα με μαρτυρίες των εκκλησιαστικών ιστορικών Σωκράτη και Σωζομενού, ήταν εργατικός, φιλάνθρωπος και σφοδρός πολέμιος των αιρετικών. Το 416, μπροστά στον κίνδυνο να διασπαστεί η εκκλησία, συμφιλιώθηκε με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ο Α. είναι συγγραφέας θρησκευτικής μελέτης με θέμα την παρθενία καθώς και πλήθους επιστολών. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Ιανουαρίου.
* * *
-ή, -ό (AM ἀττικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται στην Αττική ή που προέρχεται απ' αυτήν
2. αυτός που ταιριάζει ή ανήκει στην αττική διάλεκτο
3. το θηλ. ως ουσ. η Αττική
η περιοχή που ορίζεται βόρεια και δυτικά από τους νομούς Βοιωτίας και Κορινθίας, ενώ νότια και ανατολικά βρέχεται από τους κόλπους Σαρωνικό και Ευβοϊκό αντίστοιχα
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο της Αττικής σε αντίθεση με τον Αθηναίο
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἀττικόν
α) αττικό ύφος, κομψότητα
β) είδος φαρμάκου
3. φρ. α) «ἀττικὰ γράμματα» — το αττικό αλφάβητο
β) «ἀττικὰ δεῑπνα» — λιτά δείπνα
γ) «ἀττικὸν ἅλας»
δ) «ἀττικὸς μυκτήρ» — η λεπτή ειρωνεία
ε) «ἀττικὴ πίστις» — αξιοπιστία
στ) «ἀττικὸς ἐν τοῑς ἔργοις» — αυτός που ενεργεί άκαιρα
ζ) «ἀττικὸς μάρτυς» — φιλαλήθης μάρτυς
η) «ἀττικὸς πάροικος» — φιλοτάραχος, ενοχλητικός γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κτητικό επίθετο σε -ικός, αντίστοιχο προς το Αθηναίος, που ανάγεται στο Ατθίς και που δηλώνει αυτό που ανήκει στους Αθηναίους «αττικαί νήες, δραχμαί κ.λπ.». Η λ. Ατθίς χαρακτηρίζεται από εκφραστικό διπλασιασμό του δασέος (πρβλ. άπφα, τίτθη κ.ά.), άρα η αναμενόμενη μορφή του παράγωγου επιθέτου υπάρχει στο ατθικόςαθικός, χωρίς διπλασιασμό), ενώ στο αττικός, όπου λείπει η δασύτητα, παρατηρείται διπλασιασμός του ψιλού -τ-, πράγμα που μπορεί να ερμηνευθεί από τη μεγάλη συχνότητα του συμπλέγματος -ττ- στην αττική διάλεκτο. Το όνομα Αττική της περιοχής προήλθε από την ουσιαστικοποίηση του θηλ. του επιθέτου κατά παράλειψη των λ. γη και χώρα (πρβλ. Λακωνική, Μαντινική, κ.ά.). Το επίθ. αττικός σπάνια χαρακτηρίζει πρόσωπα —και μάλλον γυναίκες παρά άνδρες— ενώ οι γραμματικοί το χρησιμοποιούν για τη γλώσσα, το ύφος και τους συγγραφείς της αττικής διαλέκτου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀττικός — Attic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αττικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αττική, ιδιαίτερα στην Αθήνα: Στην αττική διάλεκτο γράφτηκαν τα καλύτερα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. 2. αυτός που ταιριάζει περισσότερο στους αττικούς, ιδιαίτερα στους Αθηναίους: Τα αττικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηρώδης o Αττικός — (Μαραθώνας 101 – 177 μ.Χ.). Αθηναίος λόγιος και σοφιστής. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας διέθεσε σε κοινωφελή έργα και για την προστασία των τεχνών. Διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τη ρητορική από διάσημους… …   Dictionary of Greek

  • Ἀττικά — Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc pl Ἀττικά̱ , Ἀττικός Attic fem nom/voc/acc dual Ἀττικά̱ , Ἀττικός Attic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικώτερον — Ἀττικός Attic adverbial comp Ἀττικός Attic masc acc comp sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παμφαίος — Αττικός αγγειοπλάστης του τέλους του 6ου αι. π.Χ. της μεταβατικής περιόδου από τη μελανόμορφη στην ερυθρόμορφη τεχνική. Από τα 31 αγγεία που διασώθηκαν με την υπογραφή του, ζωγραφισμένα από διάφορους αγγειογράφους, μόνο 7 ανήκουν στην παλαιά… …   Dictionary of Greek

  • Ἀττικῶν — Ἀττικός Attic fem gen pl Ἀττικός Attic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικόν — Ἀττικός Attic masc acc sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικώτατα — Ἀττικός Attic adverbial superl Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀττικώτατον — Ἀττικός Attic masc acc superl sg Ἀττικός Attic neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”